αρχειοφύλακας

αρχειοφύλακας
ο
υπάλληλος υπεύθυνος για το δημόσιο ή το ιδιωτικό αρχείο: Ο αρχειοφύλακας του είπε ότι θα φρόντιζε να βρει το έγγραφο που ζητούσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρχειοφύλακας — ο (Α ἀρχειοφύλαξ [ φύλακος]) ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής …   Dictionary of Greek

  • κηνσουάλιος — και κηνσουᾱλις, ὁ (Μ) αρχειοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censualis «αρχειοφύλακας»] …   Dictionary of Greek

  • Έρμπεν, Κάρελ Γιαρομίρ — (Karel Jaromir Erben, Μιλετίν 1811 – Πράγα 1870). Τσέχος ποιητής και λαογράφος. Σπούδασε στην Πράγα, όπου παρακολούθησε μαθήματα νομικής και φιλοσοφίας, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αρχειοφύλακας του τσεχικού μουσείου και τέλος ως αρχειοφύλακας… …   Dictionary of Greek

  • αβάκτις — ἀβάκτις ή ἄβ ἄκτις, ο (άκλιτ.) (Μ) αρχειοφύλακας ή συντάκτης ιδιωτικών εγγράφων δημόσιου τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ab actis] …   Dictionary of Greek

  • αποδοχεύς — ἀποδοχεύς, ο (Α) [αποδοχή] 1. ο αποδέκτης 2. ο αρχειοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

  • ταβουλ(λ)άριος — ὁ, Α αρχειοφύλακας τής κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης τού Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • χαρτουλάριος — ο, ΝΜΑ 1. (στο Βυζ.) το αξίωμα τού επικεφαλής τής υπηρεσίας εφοδιασμού και ιματιοθήκης τού στρατού και τού ναυτικού 2. (εκκλ,) (παλαιότερα) το αξίωμα τού υπευθύνου τού ληξιαρχείου επισκοπής νεοελλ. τίτλος τιμής που απονέμεται από τον οικουμενικό… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοφύλακας — Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δίνεται σε πρεσβυτέρους και διακόνους. Ο χ. εξαιτίας των πολλών καθηκόντων που αναλαμβάνει αποκλήθηκε στόμα και δεξιά του επισκόπου χειρ. Τα καθήκοντά του ως γραματέα του επισκόπου είναι: να συντάσσει τα πρωτότυπα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”